- αλουργοπώλης
- ἁλουργοπώλης, ο (Α)αυτός που πουλάει πορφύρα, ο πορφυροπώλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός + -πώλης < πωλῶ.ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργοπωλική].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλουργοπῶλαι — ἁλουργοπώλης dealer in purple masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
αλουργοπωλική — ἁλουργοπωλική, η (ενν. τέχνη) (Α) [ἁλουργοπώλης] το επάγγελμα τού αλουργοπώλη … Dictionary of Greek
ԾԻՐԱՆԱՎԱՃԱՌ — (ի, աց.) NBH 1 1017 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 14c ա.գ. πορφυρόπωλης, ἁλουργοπῶλης, ἁλουργοπῶλις venditor purpurae, quae purpuram vel purpuream vestem vendit. որ եւ գրի ԾԻՐԱՆԵՎԱՃԱՌ. կամ ԾԻՐԱՆԷՎԱՃԱՌ. Վաճառօղ ծիրանեաց, արքունի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)